Αμέσως μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας άρχισε ένα όργιο διωγμών εναντίον των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης τόσο από το επίσημο κράτος, όσο και απο τις δολοφονικές παραστρατιωτικές οργανώσεις - συμμορίες, όπως του Καλαμπαλίκη ή του Σούρλα, που με την ανοχή και τη βοήθεια της αστυνομίας, τρομοκρατούσαν και δολοφονούσαν όσους είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Περίπου 5-6.000 κυνηγημένοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, όπου ο Γιουγκοσλαβικός λαός όχι μόνο τους περιέθαλψε και τους φιλοξένησε, αλλα τους παραχώρησε για καταφύγιο ένα εγκαταλελειμένο χωριό πάνω από το Βελιγράδι, το Μπούλκες.
Το Μπούλκες διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο κατά τον εμφύλιο πόλεμο αποτελώντας ορμητήριο και αρχηγείο του ΔΣΕ. Εκεί κατέφευγαν τα μέλη της ηγεσίας αλλά και απλοί μαχητές καθώς αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης, ανάπαυσης και περίθαλψης του ΔΣΕ. Δεν επρόκειτο ασφαλώς για ένα ειρηνικό χωριό αλλά κάτι ανάμεσα σε χωριό και στρατόπεδο, όπως επέβαλλαν οι πολεμικές συνθήκες. Ωστόσο ήταν μία κοινότητα στην οποία οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν την ευκαιρία να υλοποιήσουν κάποιες από τις αρχές και τις αξίες του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που υποστήριζαν. Μέσα στο φιλικό σοσιαλιστικό περιβάλλον του Γιουγκοσλαβικού κράτους και με πλήρη ελευθερία από τις τοπικές αρχές, αφού το Μπούλκες αποτέλεσε ξεχωριστή κρατική οντότητα, εφάρμοσαν σε μικρή κλίμακα το μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης που επιθυμούσαν.
Σύμφωνα με τα σταλινικά πρότυπα, τα οποία ασπάζονταν απολύτως ο Ζαχαριάδης, το καθεστώς που δημιουργήθηκε στο Μπούλκες ήταν αυταρχικό και αστυνομοκρατούμενο με κύριο στόχο την προστασία από τους εχθρούς, εξωτερικούς και εσωτερικούς, και τον εντοπισμό των προδοτών. Η καχυποψία επικράτησε και οι αγωνιστές παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλο σε ένα ατέρμονο κυνήγι πρακτόρων, κατά το οποιο σπιλώθηκαν άδικα πολλοί άδολοι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης.
Επικεφαλής ορίστηκε ένας άνθρωπος της ΟΠΛΑ, και ανηψιός του Ιωαννίδη, ο Πεχτασίδης, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε και ο ίδιος θύμα των Σταλινικών διώξεων και δολοφονήθηκε από απεσταλμένο του Ζαχαριάδη. Στον Πεχτασίδη ανατέθηκε να δημιουργήσει μία απολύτως ελεγχόμενη και αστυνομοκρατούμενη οργάνωση, καθήκον στο οποίο ανταποκρίθηκε με απόλυτη επιτυχία. Δημιούργησε μία πανίσχυρη αστυνομία και επιδόθηκε στο κυνήγι των αντιφρονούντων με ανακρίσεις και βασανιστήρια.
Η πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα, παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος» να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού, μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος, γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτως και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή.
Οι προσπάθειες του Πεχτασίδη απέδωσαν καρπούς και εντοπίστηκαν αρκετοί «προδότες»οι περισσότεροι απο τους οποίους ήταν παλιοί καπετάνιοι του ΕΛΑΣ, το ατίθασο πνεύμα των οποίων είχε έρθει από νωρίς, ήδη από την κατοχή, σε σύγκρουση με τον σταλινισμό και τον ολοκληρωτισμό του ΚΚΕ. Πολλοί παλιοί αγωνιστές κατηγορήθηκαν για προδότες διαπομπεύτηκαν σε τελετές δημόσιου εξευτελισμού, όπου το πλήθος τους προπυλάκιζε τους έφτυνε και τους χτυπούσε και ως ποινή στάλθηκαν πίσω στην Ελλάδα βορρά των παραστρατιωτικών οργανώσεων και του κυβερνητικού στρατου. Κάποιοι από αυτούς επέζησαν και εντάχθηκαν στις δυνάμεις του ΔΣΕ για να πεθάνουν αργότερα στις τάξεις του ως τιμημένοι νεκροί.
Άλλοι, περισσότερο επικίνδυνοι, με μυστικότητα και συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς λαικά δικαστήρια, στάλθηκαν σε γειτονικό νησί του Δούναβη, από όπου κανείς δεν επέστρεψε. Συνολικά στο Μπούλκες δολοφονήθηκαν 95 αγωνιστές, θύματα του Πεχτασίδη, του Ζαχαριάδη και του σταλινικού ΚΚΕ.
Από το Μπούλκες στέλνονταν συνέχεια στο βουνό για να πολεμήσουν στις τάξεις του ΔΣΕ όλοι οι μάχιμοι κάτοικοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν δεκατριάχρονα αγόρια και κορίτσια και μωρομάνες, τις οποίες αποσπούσαν βίαια από τα μωρά τους. Λίγο πριν κλείσει, το Μπούλκες είχε σχεδόν ερημώσει καθώς όλοι είχαν μεταφερθεί στο βουνό.
Το χωριό – στρατόπεδο του Μπούλκες έκλεισε μετά τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν, όταν ο Ζαχαριάδης παραμένοντας πιστός στο Στάλιν και στο κόμμα των Μπολσεβίκων του οποίου ήταν μέλος, διέρρηξε τις σχέσεις του με τον Τίτο, κλείνοντας έτσι ένα νοσηρό κεφαλαιο στην ιστορία του ΔΣΕ. Αντίστοιχες βέβαια δομές εφαρμόστηκαν αργότερα στην Τασκένδη και στις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες στις σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι αγωνιστές έζησαν ως στρατιώτες κάτω από την απόλυτη εξουσία της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία είχε εξουσία ζωής και θανάτου πάνω τους.
Βιβλιογραφία:
Dominique Eudes , Οι καπετάνιοι, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος.
Γιώργος Γκαγκούλιας, Η αθέατη πλευρά του εμφυλίου.
Υπόθεση Ζαχαριάδη, απόρρητα ντοκουμέντα, εισαγωγή Πάνος Γιαννικόπουλος, έρευνα Πάνος Γραμμένος. Εκδόσεις φιλιστωρ, Αθ/ηνα 2001
Μίλαν Ρόστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες.
Μαργαρίτα Λαζαρίδου, Πόλεμος και αίμα, Αθήνα 2007